Перевод: со всех языков
πέφτω ανάσκελα/ru
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ανασκελώνω — ἀνασκελώνω (Μ) [ανάσκελα] 1. ρίχνω κάτω ανάσκελα 2. (μέσ., ώνομαι) πέφτω ανάσκελα, ανοίγω τα σκέλη … Dictionary of Greek
αναπέφτω — 1. ανακλίνομαι για ανάπαυση, ξαπλώνω 2. πέφτω ανάσκελα … Dictionary of Greek
αναπέφτω — ανάπεσα και ανέπεσα, πεσμένος, πέφτω ανάσκελα: Τον βρήκαν αναπεσμένο και σε κακό χάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)